- εὐαπάλλακτος
- εὐαπάλλακτοςeasy to get rid ofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαπάλλακτος — εὐαπάλλακτος, ον (Α) 1. αυτός από τον οποίο απαλλάσσεται ή ελευθερώνεται κάποιος εύκολα («τὸ πάθος γίνεται εὐαπαλλακτότερον», Αριστοτ.) 2. αυτός που διασκορπίζεται, που εξαφανίζεται εύκολα 3. ανεμπόδιστος, ελεύθερος 4. (για επιχείρημα) αυτός που… … Dictionary of Greek
εὐαπαλλακτότερον — εὐαπάλλακτος easy to get rid of adverbial comp εὐαπάλλακτος easy to get rid of masc acc comp sg εὐαπάλλακτος easy to get rid of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαπαλλάκτως — εὐαπάλλακτος easy to get rid of adverbial εὐαπάλλακτος easy to get rid of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαπάλλακτον — εὐαπάλλακτος easy to get rid of masc/fem acc sg εὐαπάλλακτος easy to get rid of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαπαλλακτότεραι — εὐαπάλλακτος easy to get rid of fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαπάλλακτα — εὐαπάλλακτος easy to get rid of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαπάλλακτοι — εὐαπάλλακτος easy to get rid of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԴԻՒՐԱՊՈՒՐ — ( ) NBH 1 0634 Chronological Sequence: Early classical ա. εὑαπάλλακτος quo facile liberari possumus Ուստի դիւրաւ լինի ապրիլ, զերծ լինել. *Դիւրապուրք արագազերծք լինիցին (ցաւք). Ոսկ. ՟ա. տիմ. ՟Ժ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)